φοινικίδα

φοινικίδα
η / φοινικίς, -ίδος, ΝΜΑ
1. ύφασμα πορφυρού χρώματος
2. εκκλ. μικρή κόκκινη πινακίδα τοποθετημένη κάτω από εικόνα, που δηλώνει τί παριστάνει η εικόνα
νεοελλ.
ναυτ. το σήμα Β τού διεθνούς κώδικα σημάτων
μσν.-αρχ.
κόκκινη σημαία τής οποίας η έπαρση δήλωνε την έναρξη μάχης, κυρίως ναυμαχίας
αρχ.
1. πορφυρό ύφασμα το οποίο χρησιμοποιούσαν ως κάλυμμα τών αλόγων
2. ένδυμα πορφυρού χρώματος και, ειδικότερα, στρατιωτικό, τών Λακεδαιμονίων, τών Μακεδόνων, τών Ρωμαίων και τών Περσών
3. πορφυρό παραπέτασμα ή τάπητας
4. είδος κόκκινης σημαίας την οποία ανέσειαν οι ιερείς όταν διατύπωναν κατάρες ή αφορισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Φοινικίδα — Φοινικίδᾱ , Φοινικίδης masc nom/voc/acc dual Φοινικίδᾱ , Φοινικίδης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίδα — η 1. (ναυτ.), το σήμα Β του διεθνούς κώδικα σημάτων. 2. (εκκλησ.), μικρή κόκκινη πινακίδα κάτω από εικόνα, που δηλώνει τι παρασταίνει η εικόνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοινικίδα — φοινῑκίδα , φοινικίς red fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοινικίδας — Φοινικίδᾱς , Φοινικίδης masc acc pl Φοινικίδᾱς , Φοινικίδης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοινικίδ' — Φοινικίδᾱͅ , Φοινικίδης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CANUSINAE russae tunicae — apud romanos, servis militibusque in usu fuêre. Martialis, l. 14. Epigr. 129. Roma magis fuscis vestitur, Gallia rufis, Et placet hic pueris militibusque color. Supra quas (erant enim interior vestis) sagochlamys accipiebatur. Φοινικίδας apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RUSSATI — una ex quatur factionibus Circensibus, quae in Circis inprimis, tum in Ludis, ac aliis equestribus certaminibus, adhibitis equis, sive ad equitationem sive ad aurigationem, semper certabant, tantumque studium equis optimis eligendis ac parandis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SCHEMA — Graece χῆμα, proprie vestis exterior est; Sic paludamentum, quod Plutar, ἐφεςτρίδα et φοινικίδα appellat, Dioni nunc est χῆμα ςτρατηγικὸν, vestis imperatoria, nunc ςτρατιωτικὴ ἐςθὴς, militaris vestis. Nec aliter Plautus Amphytryone in Prol. v.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιρρίπτω — (AM ἐπιρρίπτω) [ρίπτω] 1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου ή πάνω σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῑστοι χαλκήρεα δοῡρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», Ομ. Οδ. β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῡ φοινικίδα πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • φοινικίς — Αρχαία πόλη της Βοιωτίας στην Κωπαΐδα λίμνη. Παλιότερα λεγόταν Μεδεών. * * * (I) ίδος, ΜΑ βλ. φοινικίδα. (II) ίδος, ἡ, Α είδος κοσμήματος με σχήμα παρόμοιο με το σχήμα τού καρπού τού φοίνικα (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”